«Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες –αυτές τις πραγματικά δύσκολες μέρες- η μελαγχολία πλημμυρίζει την ψυχή μου. Και δεν μπορώ να την αποβάλω».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στην κόρη ενός εν ζωή ήρωα της τουρκικής εισβολής, του οποίου η ταπεινότητά δεν του επέτρεψε ποτέ μέχρι σήμερα να σπάσει τη σιωπή του.
Αυτή τη σιωπή, όμως, έσπασε η θυγατέρα του, με επιστολή που απέστειλε στην ιστοσελίδα μας.
Με αφορμή τα διάφορα δημοσιεύματα, που βλέπουν τις τελευταίες μέρες το φως της δημοσιότητας, περί καλής θέλησης και βούλησης εκ μέρους και των δύο πλευρών, για εξεύρεση λύσης στο κυπριακό, η κόρη του Λευτέρη Γιαννούκου, από τη Δερύνεια, καταθέτει την ψυχή της και μοιράζεται μαζί μας την ιστορία του πατέρα της. Του δικού της πατέρα και προτύπου της ζωή της, όπως αναφέρει.
Το apokalipsi. com παρουσιάζει αυτούσια την επιστολή της, με την οποία αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που συγκλονίζει και για την οποία κανείς ποτέ δεν ανέφερε τίποτα δημόσια.
Αυτούσια η επιστολή:
«Ο πατέρας μου, μόλις έγινε η εισβολή και πριν ακόμα καλά – καλά καταλάβουν οι Κύπριοι τι συνέβαινε, στις 14 Αυγούστου, μέρα Σάββατο, συνελήφθη μαζί με πολλούς άλλους Κύπριους από Τούρκους στρατιώτες στα χωράφια της Ππέρτσιενας, στην Κάτω Δερύνεια, που τώρα είναι τουρκοκρατούμενα.
Εκεί, τους έστησαν, για να τους εκτελέσουν οι γεμάτοι μίσος Τούρκοι στρατιώτες. Για καλή του τύχη εκεί βρέθηκε ένας Τουρκοκύπριος αξιωματικός, ο οποίος τον έσωσε, επειδή τον γνώριζε πριν τον πόλεμο. Δούλευαν μαζί στα πορτοκάλια, πριν την τουρκική εισβολή.
Ο Τούρκος στρατιώτης που μόλις είχε εκτελέσει τη διαταγή του ανωτέρου του είπε στον πατέρα μου: «Χρωστάς τη ζωή σου σ’ αυτόν τον Τούρκο αδελφό σου».
Ακολούθως ο πατέρας μου, έγινε μάρτυρας της εκτέλεσης δύο άτυχων Κυπρίων, που είχαν συλληφθεί μαζί του.
Το μαρτύριο του, όμως, δεν έμελλε να τελειώσει εδώ… Όταν άλλαξε η φρουρά οι Τούρκοι στρατιώτες συνέλαβαν τον πατέρα μου.
Κυριάρχησε ο φόβος, η αγωνία για το άγνωστο. Η μάνα μου δεν ήξερε πού τον πήραν. Απελπισμένη για πολλές μέρες ρωτούσε από δω κι από κει να μάθει κάποιο νέο του. Μέχρι που ο Ερυθρός Σταυρός, μέσω του ΡΙΚ, ανακοίνωσε ότι βρισκόταν στο γκαράζ Παυλίδη, μαζί με άλλους αιχμαλώτους.
Μετά από ανακρίσεις, ταλαιπωρίες και βασανιστήρια κατέληξε αιχμάλωτος στις φυλακές των Αδάνων της Τουρκίας. Δεν θα μακρηγορήσω…
Όταν επέστρεψε στην Κύπρο, με την ανταλλαγή αιχμαλώτων, για ένα μήνα δεν είχε αρθρώσει λέξη.
Βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Μετά μίλησε…Είπε αυτά που μπορούσαν να λεχθούν. Για τα βασανιστήρια, τους ξυλοδαρμούς, την πείνα. Τους έβαζαν, μας είπε, άλας στο νερό, ουρούσαν μέσα στο νερό, έσβηναν τα τσιγάρα στο κορμί τους και πολλά άλλα, που πιθανόν να μην τα χωράει ο νους του ανθρώπου και που, όμως, η βάρβαρη κτηνωδία του Τούρκου εύκολα εκτελούσε.
Προχθές, για δεύτερη φορά, ένιωσα την ανάγκη να πάω στην Αμμόχωστο.
Ίσως να ένιωθα και την υποχρέωση προς τον 8χρονο γιο μου. Ήθελα να δει από κοντά όλα όσα ατενίζει από το σπίτι μου καθημερινά… Την κλειστή περιοχή της Αμμοχώστου, αλλά και όλα εκείνα τα φώτα στην υπόλοιπη Αμμόχωστο, που βλέπει τις νύχτες όταν περπατάμε.
Του έκανε εντύπωση το οδόφραγμα της ντροπής, με ρωτούσε συνέχεια γιατί…γιατί …
Αργήσαμε. Νύχτωσε. Μόλις πλησιάσαμε στο οδόφραγμα για την επιστροφή χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο πατέρας μου. «Πού είσαστε; Γιατί αργήσατε; Είστε καλά; Δεν ξέρετε ότι είναι επικίνδυνα, όταν νυχτώνει με τους Τούρκους;».
Ήταν θυμωμένος. Σχεδόν δεν ανάπνεε. Απογοητεύτηκα, στεναχωρήθηκα. Μου ήρθε στο μυαλό η αιχμαλωσία του πατέρα μου.
Άραγε τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος και φοβάται τόσο; Και ύστερα μιλάμε για λύση του κυπριακού, σκέφτηκα.
Χθες, επισκέφθηκα τους γονείς μου, όπως κάνω κάθε μέρα άλλωστε, ως μια παραδοσιακή Κύπρια κόρη.
Ήθελα να συζητήσω, για τις εξελίξεις στο κυπριακό και την καλή θέληση, μετά την εκλογή του Ακκιντζί.
«Παπά τι λες για τις εξελίξεις; Τι θα ψηφίσεις σε ένα πιθανό δημοψήφισμα; Μια πατρίδα ή ο καθένας στην πλευρά του;», είπα.
Στη συζήτηση πετάχτηκε και η μητέρα μου και απάντησαν και οι δύο με μια φωνή: «Φυσικά και θέλουμε μια πατρίδα. Θέλουμε λύση. Θα τους τα χαρίσουμε; Παλιά ζούσαμε αγαπημένοι. Θα μάθουμε και τώρα. Είναι καλύτερα να τα χάσουμε όλα;».
«Ναι, αλλά τώρα είναι διαφορετικά. Όλοι αυτοί οι έποικοι; Είναι Τούρκοι… μας έκαναν τόσα …», αντιπαρέβαλα.
«Ο πόλεμος είναι πόλεμος, στον πόλεμο γίνονται πολλά. Αν δε δεχτούμε τη λύση τώρα, μετά θα είναι πλέον αργά. Θα τα καταφέρουμε να συνυπάρξουμε. Σίγουρα θέλουμε ΕΝΑ κράτος. Πρέπει να υπάρξουν συμβιβασμοί και από τις δύο πλευρές αλλά …».
Εξεπλάγηκα… νόμιζα ότι ο πατέρας, μετά απ’ όσα πέρασε, δεν θα ήθελε καν να συζητά για ειρηνική συμβίωση.
Κι όμως … όταν τα ακούς όλα αυτά από έναν άνθρωπο, που του έσωσε τη ζωή ένας Τουρκοκύπριος, που πέρασε τα πάνδεινα στις φυλακές στα Άδανα, σέβεσαι την άποψή του.
Κάτι περισσότερο θα ξέρει, για να τα λέει. Ναι, δε χωρούν πλέον οι αρνητικότητες και οι ψευδοπατριωτισμοί. Πρέπει όλοι να σταθούμε στο πλευρό του οποιουδήποτε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, να τον στηρίξουμε. Δε λέω να ξεχάσουμε όσα έγιναν. Αυτό θα ήταν προδοσία. Σαράντα ένα όμως χρόνια μετά τι κερδίσαμε με το να απορρίπτουμε παντός είδους λύσεις; Τα περιθώρια στενεύουν.
Δε θέλω να δείχνω ταυτότητες και να πληρώνω ασφάλειες, για να πάω στον δικό μου τόπο. Δε θέλω να με ελέγχουν, για να περάσω απέναντι, σαν να πρόκειται για ένα ξένο κράτος … η δική μου πατρίδα, τα δικά μας χώματα!
ΝΑΙ… Πρέπει να βρούμε τη λύση, έστω κι αν η αδικία τρυπάει τα σωθικά μας…».
Η ιστορία συγκλονίζει
H ιστορία που μόλις διαβάσατε συγκλονίζει και προέρχεται μάλιστα από έναν εν ζωή ήρωα, με εθνικόφρονες καταβολές, αλλά ανοιχτό μυαλό. Προέρχεται από έναν άνθρωπο, ο οποίος πολέμησε για την πατρίδα, βρέθηκε μια ανάσα πριν από το εκτελεστικό απόσπασμα, φυλακίστηκε, βασανίστηκε…
Δεν χάνει, όμως, το θάρρος του. Επιμένει, από την Δερύνεια, όπου διαμένει, ν’ ατενίζει την Αμμόχωστο και να καρτερεί αυτό που ενώνει και όχι αυτό που διχάζει.
Την επιστολή απέστειλε στο apkalipsi.com η φίλη αναγνώστρια, Χρυσούλα Γιαννούκου και την ευχαριστούμε.
Φήμη – Κρατίνος