Ποιος δεν θέλει τη λύση του Κυπριακού;

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων στο Κυπριακό μερών έχουν επαναρχίσει, ωστόσο, ένα τεράστιο ερώτημα εγείρεται, σχετικά με το εάν πράγματι η επίλυση του Κυπριακού αποτελεί διακαή πόθο, για το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν στον τόπο τούτο ή εάν η διατήρηση του παρόντος status quo είναι προς όφελος ορισμένων, που δεν θέλουν ούτε να ακούνε για επανένωση του νησιού.

Η εισβολή του Αττίλα είχε ως αποτέλεσμα το 80% της τουριστικής υποδομής του νησιού να περιέλθει στα χέρια των Τούρκων.

Τα ρεύματα των τουριστών μετακινήθηκαν προς την ελεύθερη Κύπρο. Πόλεις και χωριά, όπως η Αγία Νάπα, ο Πρωταράς, η Πάφος, η Λεμεσός και η Λάρνακα βίωσαν πρωτοφανή εισροή συναλλάγματος και ο τουρισμός έγινε η ατμομηχανή της αξιομνημόνευτης κυπριακής ανάκαμψης.

Η Κερύνεια και ιδίως η Αμμόχωστος, που αποτελούσαν τον κύριο προορισμό, για την πλειοψηφία των ξέων και ντόπιων τουριστών, απώλεσαν την τεράστια δυναμική τους και ακολούθησαν τη μοίρα των κατεχομένων.

Πιθανή επανένωση του νησιού αναμένεται να έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ευρωστία πολλών περιοχών της ελεύθερης Κύπρου, που βασίζονται στον τουρισμό, καθώς η πίτα θα μοιραστεί πλέον μεταξύ περισσότερων παιχτών.

Δεν είναι, μάλιστα, λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως τα ιδιοτελή αυτά συμφέροντα τάχθηκαν φανατικά υπέρ του «όχι» στο σχέδιο Ανάν το 2004, ασκώντας παρασκηνιακά εντονότατη πολιτική πίεση, για απόρριψή του.

Στο μεταξύ, η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ έθεσε το ζήτημα της επίλυσης του Κυπριακού σε άλλη βάση, καθώς αναμένονται τεράστια οφέλη από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων.

Ο επιμερισμός των οφελών αυτών με τους Τουρκοκύπριους, ιδίως σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, δεν είναι καθόλου ελκυστική εξέλιξη, αφού καθορίζει τη δράση της με όρους ψυχρής λογιστικής σχέσης κέρδους-ζημίας.

Κάποιοι άλλοι αναζητούν πολιτική λύση, ανατρέχοντας στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν την εισβολή, παραγνωρίζοντας πως στο διάβα σαράντα και πλέον ετών, οι συνθήκες έχουν αλλάξει τόσο δραματικά, που δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση με όρους δεκαετιών του ‘50 και του ‘60.

Τέλος, είναι κι εκείνοι που θρέφουν πολλές αμφιβολίες, σχετικά με τη βιωσιμότητα μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, θεωρώντας ότι οι έντονες πολιτικές και πολιτιστικές διαφορές, καθώς και το οικονομικό χάσμα, ανάμεσα στις δυο πλευρές θα αποτελέσουν τεράστιο κίνδυνο, για την επίτευξη στοιχειώδους συνοχής στο νέο κράτος, φέρνοντας ως παράδειγμα τις συγκρούσεις του 1963-1964, που πλήγωσαν την τότε νεογέννητη Κυπριακή Δημοκρατία.

Τελικά, εγείρεται το ερώτημα. Ποιος πραγματικά θέλει να ενωθεί το νησί; Μήπως ο καθένας βολεύεται στο παρόν status quo;

Η ερώτηση είναι το ήμισυ της απάντησης.

Φήμη