Δεν θα ξεχάσω μέχρι σήμερα εκείνο το βράδυ του Αυγούστου αρχές της δεκαετίας του ’80. Καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού στο προσφυγικό συνοικισμό της Λινόπετρας. Ήταν Σάββατο βράδυ. Ξεκίνησαν οι κόρνες των αυτοκινήτων να παίζουν.
Η οικογένεια μου σάστισε. Δεκαπεντάυγουστος, δεν έχει γάμους… Γιατί τότε κορνάρουν τα αυτοκίνητα; Εγώ συνέχιζα ανέμελα το παιχνίδι μου. Κάτι έλεγαν ώσπου ξαφνικά η μάνα μου ξεκίνησε να κλαίει. Σίμωσα να ακούσω… «Λες να είναι σύνθημα για να πάμε πίσω στο Βαρώσι;» άκουσα τη μάνα μου να λέει. Ο μακαρίτης ο παππούς μου ξεκίνησε να κλαίει και αυτός. Σηκώθηκαν ανάστατοι, αλαφιασμένοι και πήγαν να ρωτήσουν και το γείτονα αν γνώριζε κάτι. «Είναι δυνατόν; Θα πάμε σπίτι μας; Θα πάμε πίσω στο Βαρώσι;». Σε χρόνο ρεκορ όλη η γειτονιά βγήκαν στο πέρασμα ανάστατοι… Έβλεπες στα μάτια τους μια σαστισμένη αισιοδοξία…
Στο σαλόνι του σπιτιού μια μεγάλη αφίσα με την παραλία και τα ξενοδοχεία της Αμμοχώστου και απο κάτω μια επιγραφή «Δεν Ξεχνώ». Στην αυλή του σπιτιού της Λινόπετρας φύτεψαν μια λεμονιά και μια πορτοκαλιά…για να νιώθουν έστω και ψεύτικα ότι ήταν στο σπίτι τους στο Βαρώσι. Κάθε μέρα έβλεπα τον μακαρίτη τον παππού μου να τα χαϊδεύει. Δεν κατάλαβα γιατί…μεγάλωσα για να καταλάβω.
Μεγαλώνοντας εκεί κοντά στο δημοτικό ένιωσα ότι ανακάλυψα τη λύση του προβλήματος. Λέω δεν μπορεί, αμα βγει κάποιος και ενημερώσει τες μεγάλες δυνάμεις για το τι συνέβηκε σίγουρα θα επέμβουν. Αυτοί που μας εκπροσωπούν δεν θα τους είπαν λογικά την ιστορία της εισβολής. Δεν θα γνωρίζουν για τα αεροπλάνα που βομβάρδιζαν, για τους πρόσφυγες που ξεσπιτώθηκαν, για τους αγνοούμενους… Μεγαλώνοντας όμως ακόμα περισσότερο αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Γνώριζαν αλλά αγνοούσαν…
Μετά πήγα στο στρατό. Μου έδωσαν ένα όπλο και από τα συνθήματα στις πορείες και τα εμβατήρια με έκαναν να νιώσω ότι θα ήταν πιθανό να ανακαταλάβουμε τα κατεχόμενα μας εδάφη. Μεγαλώνοντας όμως αντιλήφθηκα ότι οι πόλεμοι που γίνονται πλέον είναι με δορυφόρους, αεροπλάνα τελευταίας τεχνολογίας, υποβρύχια… «παιχνίδια» που εμείς δεν έχουμε…
Μεγάλωσα…. Μα ο παππούς που χάιδευε την πορτοκαλιά πέθανε εδώ και χρόνια…και τη θέση εκείνου του ανέμελου παιδιού που έπαιζε στη Λινόπετρα πήρε ένας άλλος άνθρωπος. Που τα μαλλιά του άρχισαν να γίνονται γκρίζα. Και η σφηκοφωλιά στο κεφάλι είναι πλέον εμφανής. Με πήραν με το ζόρι μια μέρα στα κατεχόμενα.
Με πήγαν στην Κερύνεια, στην Αμμόχωστο… Και όταν είδα όλα εκείνα τα ξενοδοχεία και την ανάπτυξη αντιλήφθηκα ότι πλέον εκείνα δεν θα επιστρέφονταν με τίποτε. Αντιλήφθηκα την πικρή αλήθεια ότι χάσαμε και πως ότι είναι να πάρουμε ας το πάρουμε πριν να είναι ακόμα πιο αργά. Αντιλήφθηκα πλέον ότι θα πρέπει μέσα μου να καλλιεργήσω πνεύμα συμβιβασμού. Ότι αν θέλω να ξαναπατήσω τα ιερά χώματα του Βαρωσιού χωρίς στρατούς κατοχής, θα πρέπει να κάνω τη καρδιά μου πέτρα και να φιλήσω αυτόν που μου έμαθαν εχθρό μου. Οι λεπτομέρειες της λύσης και του συμβιβασμού πια δεν έχουν τη σημασία που είχαν παλιά. Γιατί αυτό που ήθελαν οι μεγάλοι και ισχυροί αυτού του πλανήτη το πέτυχαν… «Σκότωσαν» εκείνο το παππού που χάιδευε τη πορτοκαλιά του…που πέθανε κάτω από εκείνη την αφίσα με τις παραλίες του Βαρωσιού και το «Δεν Ξεχνώ». Και εμείς οι ίδιοι συμβάλαμε με τα λάθη μας…
Με είπαν τουρκολάγνο, με είπαν νεναίκο, με είπαν προδότη, με είπαν πολλά…
Έχει χρόνια να πάω στο μνήμα του παππού μου. Γιατί ονειρεύομαι εκείνη την μέρα που θα πάω στο μνήμα και θα του πω «παππού…έφυγαν οι στρατοί, έφυγαν τα τανκς, έφυγε αυτός ο διάολος που λέγεται διχόνοια…Παππού η Κύπρος είναι λεύτερη…μπορεί όχι όπως την οραματίστηκες αλλά είναι λεύτερη…» Να ζητήσω την εκταφή του για να του ικανοποιήσω έστω και μετα θάνατον το μεγάλο του πόθο…να θαφτεί στο τόπο του…στο Βαρώσι… Στο σπίτι του… Και ας θαφτεί σαν χρήστης ή σαν ιδιοκτήτης…ότι να ναι… φτάνει να θαφτεί στα χώματα που γεννήθηκε…
Να του ανάψω το καντήλι του τάφου του και παράλληλα να ανάψω και ένα κερί της ελπίδας. Ότι τα όσα έζησε εκείνος ο παππούς δεν θα χρειαστεί να ζήσει ο γιος μου. Ότι θα καταφέρω με την αγάπη και την συγχώρεση να ζήσω σε τούτα τα χώματα ειρηνικά. Χωρίς συνθήματα, χωρίς όπλα, χωρίς πόνο, χωρίς δάκρυα.
Διογένης