Όταν ακούω για ντροπές και θανάσιμα αμαρτήματα σκέφτομαι ότι για κάθε μία αγρυπνία, που πρέπει να κάνει ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, για όσα ενοχλούν αυτόν και τους ακόλουθους του, οι υπόλοιποι πρέπει να κάνουμε δέκα, που ανεχόμαστε κηρύγματα μίσους και την εμπλοκή της εκκλησίας σε τόσες πτυχές της ζωής μας.
Με έκπληξη άκουσα για τον αφορισμό του Αντρέα Πιτσιλλίδη. Διάβασα, μάλιστα, πολύ προσεκτικά την ανακοίνωση, που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος.
Προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρει το όνομα Πιτσιλλίδης και οποιοσδήποτε Πιτσιλλίδης.
Σκέφτομαι πως οι εκπρόσωποι της πίστης μας πάτησαν στην εξουσία που έχουν, στη δική τους μονόπλευρη θεώρηση περί χριστιανισμού και πίστεως, καθώς και στον αριθμό των υποστηρικτών τους και μας απέδειξαν για ακόμα μια φορά πόσο αποτυχημένα είναι αυτά τα οποία πρεσβεύουν.
Όλα όσα διάβασα στην ανακοίνωση περί αφορισμού μόνο γέλωτα μπορούν να μου προκαλέσουν και τη βεβαιότητα πως όλα όσα πρεσβεύει η Εκκλησία της Κύπρου δεν έχουν καμία σχέση με έννοιες της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας, της ελευθερίας.
Η είδηση για τον αφορισμό Πιτσιλλίδη σε κάποιους από μας, φαίνεται ενοχλητικό έως βάρβαρο. Σε άλλους όμως όχι. Ελεύθερη κοινωνία είμαστε άλλωστε και ο καθένας έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τον εαυτό του και την αισθητική του.
Μετά τον ντόρο που προέκυψε, λοιπόν, με τον πρωτάκουστο για εμάς «αφορισμό», έψαξα στο διαδίκτυο να μάθω πότε γίνονταν οι αφορισμοί από τις εκκλησίες. Έπεσα πάνω στον Κεφαλλονίτη σατιρικό λογοτέχνη, Ανδρέα Λασκαράτο (1811 – 1901), πολέμιο των προλήψεων και των αυθαιρεσιών του εκκλησιαστικού ιερατείου.
Στην Κεφαλονιά, διηγούνται ότι κάποια στιγμή, ο εκεί μητροπολίτης Σπυρίδων Κοντομίχαλος, τον απείλησε πως αν συνέχιζε θα τον αφόριζε. Ο συγγραφέας τον ρώτησε με αφέλεια τι θα πάθαινε αν αφοριζόταν. Ο μητροπολίτης εξήγησε ότι αφορισμός σημαίνει «καταδίκη σε αιώνιο όλεθρο και παράδοση του σώματος στον σατανά, οπότε μετά τον θάνατό του, δεν πρόκειται να λιώσει».
Τότε, ο Λασκαράτος τον παρακάλεσε με θέρμη, πρώτα να αφορίσει τα παπούτσια των παιδιών του, εξηγώντας: «Λιώνουν πολύ γρήγορα κι έχω ξεπαραδιαστεί να τους αγοράζω καινούρια». Ο μητροπολίτης τον αφόρισε (2 Μαρτίου 1856) κι ο λογοτέχνης κυνηγημένος μετακόμισε στη Ζάκυνθο, όπου και ο εκεί μητροπολίτης, Νικόλαος Κοκκίνης, τον αφόρισε δεύτερη φορά (16 Μαρτίου 1856).
Το μόνο, που δεν κατάφερα να εντοπίσω στο διαδίκτυο, είναι αν τελικά το σώμα του έλιωσε.
Πιστεύω στο Θεό και πολύ βαθιά μάλιστα. Ωστόσο, νιώθω πως αυτή τη στιγμή θα είναι μάταιη μια ενδεχόμενη προσπάθειά μου να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Και αυτό είναι το δράμα των πιο πολλών πιστών χριστιανών σαν εμένα.
Δυσκολευόμαστε να χωρέσουμε τη ζωή μας στα όρια της θρησκείας που ασπαζόμαστε. Πώς να πεις όχι σε πέντε ζουμερά παϊδάκια τη Σαρακοστή; Πώς να μην κάνεις σεξ πριν τον γάμο; Πώς να μην πεις ψέματα, να μην κατακρίνεις, να μην υποκριθείς, να μην προδώσεις, να μην είσαι εγωιστής, πλεονέκτης και άδικος; Πώς να μην διαολοστείλεις κάποιον όταν σ’ έχει φέρει στα όριά σου;
Τελικά, καταπατάς τους κανόνες που πρέπει να ασπάζεσαι λόγω θρησκείας και βολεύεις τις καταστάσεις στα δικά σου μέτρα. Κι έτσι πορεύεσαι με λίγες ή περισσότερες τύψεις, κάνοντας τα στραβά μάτια στους απαγορευμένους καρπούς και στα «όχι» της θρησκείας, γιατί αλλιώς δεν βγαίνει η ζωή.
Το δράμα, όμως, που ζει ο «αφορισμένος» πλέον Αντρέας Πιτσιλλίδης είναι τρεις φορές μεγαλύτερο. Πόσες συγκρούσεις θα βιώνει μέσα του αυτός ο άνθρωπος;
Όχι μόνο γιατί η θρησκεία του τον θεωρεί «αήθη και άκρως προκλητικό», αλλά κυρίως γιατί αυτός δεν μπορεί να συνωμοτήσει με το μεγάλο μέρος των άλλων πιστών.
Και ενώ ένα πολύ μεγάλο μέρος πιστών κάνει τα στραβά μάτια κι τρώει μπριζόλες τη Σαρακοστή, ξεχνάει να πάει εκκλησία τις Κυριακές, ξεχνάει να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει, στην περίπτωση Πιτσιλλίδη δεν θα ξεχάσει και θα σταθεί αυστηρό και άκαμπτο μπροστά του.
Θα ήθελα να πω στην εκκλησία και στο πιστό της ποίμνιο ότι και τον Αντρέα Πιτσιλλίδη ο Θεός τον έφτιαξε. Και είναι ο μόνος που θα αποφασίσει γι’ αυτόν όταν έρθει η ώρα της κρίσης…
Φήμη