Δεν φοβάμαι τίποτα…είμαι ελεύθερη

Δύο χρόνια τώρα δεν κάνω τίποτε άλλο από το να φοβάμαι.Στην αρχή φοβόμουν τη Δευτέρα, όταν έπρεπε να πάω δουλειά, μετά από ένα ευλογημένο σαββατοκύριακο, που πέρασα με την οικογένεια.

Μετά κάποιος μου μίλησε για την παγκόσμια κρίση και ότι δεν θα αργήσει να αγγίξει και τη χώρα μου. Πάλι φοβόμουν. Ώσπου μια νύχτα άκουσα το βουητό της -και η θύελλα που ξεσήκωσε- μας πήρε και μας σήκωσε.

Μετά, φοβήθηκα μην περικόψουν το μισθό μου. Κλείστηκα στον εαυτό μου κι παρακαλούσα να σταθώ τυχερή. Μέχρι που κάποια πρωτομηνιά πήρα το μισθό μου κουτσουρεμένο.

Μέχρι τα Χριστούγεννα… δεν έβγαζα άχνα. Γιατί όχι μόνο το μισθό μου πετσόκοψαν, αλλά δεν μου έδωσαν ούτε το 13ο μισθό.

Έπειτα άρχισα να φοβάμαι για τη δόση του στεγαστικού μου. Όμως, σφράγισα με φερμουάρ το στόμα μου, μη μάθουν φίλοι και γνωστοί ότι έχω πρόβλημα. Μέχρι που ήρθε η ειδοποίηση της τράπεζας. Χρωστάω τρεις δόσεις.

Και οι τρεις έγιναν δεκατρείς και η λασπουριά του κόκκινου δανειολήπτη είναι γραμμένη πλέον στο μέτωπό μου.

Φοβόμουν πως αν η κόρη μου περνούσε στο πανεπιστήμιο, οικονομικά δεν θα τα κατάφερνα. Κατάπινα την πίκρα μου αμάσητη, μέχρι που της το ανακοίνωσα ότι δεν μπορώ να τη στείλω στη σχολή.

Είχα το φόβο πού θα βρει δουλειά ο γιος μου, τελειώνοντας τις σπουδές. Μέχρι που ένα μεσημέρι μου έδειξε την κάρτα ανεργίας.

Λίγο παρακάτω -και όταν όλοι πιπιλούσαν ξανά και ξανά την καραμέλα της κρίσης- φοβόμουν μη χάσω τη δουλειά μου, μέχρι που το αφεντικό μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι.

Φοβόμουν το μέλλον, αλλά είπα να κάνω υπομονή, μέχρι τη σύνταξη. Μου μένουν τρία χρόνια, αλλά όπως φαίνεται θα ζω με δανεικά για άλλα τόσα.

Και τώρα με πιάνει και ένας φόβος: Άραγε θα ζήσω να δω τη σύνταξη μου; Και αν θα προλάβω να την πάρω θα είναι αρκετή για να ζω αξιοπρεπώς ή καλύτερα να τη χαρίσω πίσω στο Χάρη και να την κάνει δωρεά σε κάποιο ίδρυμα.

Φοβήθηκα μη φύγει η Ελλάδα από το ευρώ και πέσουμε στη χρεοκοπία και εμείς και αυτή. Χειροκροτούσα την Ευρώπη και τους δανειστές, μέχρι που η μητέρα πατρίδα χρεοκόπησε μέσα στο ευρώ.

Φοβήθηκα μη γυρίσει στη δραχμή και δεν έχει ο κόσμος φάρμακα. Έπνιγα το θυμό μου, μέχρι που το είδα και αυτό… Να μην έχει ο κόσμος φάρμακα, γιατί δεν έχει τα ευρώ να τα αγοράσει.

Μούτζωνα οργισμένη τη Βουλή, μέχρι που κατέληξα να μουτζώνω τον εαυτό μου, που πίστεψε πως με τις μούντζες θα έφερνε αποτέλεσμα.

Φοβόμουν για τη σύνταξη των 490 ευρώ του πατέρα μου, μέχρι που ένα μέρος της –αν όχι όλο- έγινε το απαραίτητο μέσο επιβίωσής μου.

Φοβόμουν μην τυχόν και δεν έχω να δώσω χρήματα στα παιδιά μου και δάκρυζα από θλίψη. Μέχρι που τα είδα ένα πρωί να φεύγουν για το σχολείο με σκυφτό το κεφάλι και χωρίς χρήματα.

Φοβόμουν να τα κοιτάξω στα μάτια και έστρεφα από ντροπή το κεφάλι μου αλλού, μέχρι που κατάλαβα πως ντρεπόμουν τα παιδιά μου, επειδή ντρεπόμουν τον εαυτό μου, για το μέλλον που τους παραδίδω.

Φοβόμουν να ακούσω τους δημοσιογράφους των δελτίων ειδήσεων και έψαχνα να βρω σε ποιο κανάλι έχει ταινίες, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι όλοι αυτοί, απλώς έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους. Απλώς μας πληροφορούσαν για την πικρή αλήθεια.

Φοβόμουν για το αυτοκίνητό μου και έκανα πως δεν καταλάβαινα τι γίνεται γύρω μου. Μέχρι που αναγκάστηκα να το ακινητοποιήσω, γιατί δεν είχα να πληρώσω τα τέλη κυκλοφορίας και την ασφάλεια.

Τώρα πια, όμως, νομίζω ότι δεν φοβάμαι τίποτα, γιατί δεν έχω να χάσω τίποτα…

Τώρα πια δεν ελπίζω σε τίποτα, γιατί δεν έχω τίποτα να ελπίζω…

Μπορεί να έπιασα πάτο, μπορεί η απελπισία να βρίσκεται παντού, όμως, δεν θα τους κάνω τη χάρη να υποκύψω.

Δεν εγκαταλείπω… Είμαι ελεύθερη…

Φήμη