Είναι 12 χρονών…Τα γεμάτα σκόνη, στεγνά χείλη της τρέμουν. Βρώμικη, νηστική, πεταμένη σε ένα αντίσκηνο. Μια τρύπα στο αντίσκηνο σκίστηκε για να μπαίνει λίγος αέρας. Από εκεί βλέπει τον ουρανό. Όμως, ο έναστρος ουρανός από πάνω της δεν προσφέρεται για όνειρα. Δεν συμβολίζει για αυτήν το ρομαντισμό. Παρά μόνο της θυμίζουν ξανά και ξανά πόσο μακριά βρίσκεται για αυτήν το άστρο της λύτρωσης.
Ταράζει το αντίσκηνο. Και μπαίνει μέσα ένας καταϊδρωμένος σκουρόχρωμος μουσουλμάνος…Τον βρήκαν σε μια γειτονιά της Βαγδάτης και του είπαν να γίνει τάχα πολεμιστής. Πολεμιστής της ελευθερίας. Επαναστάτης των δικαιωμάτων των καταπιεσμένων από τη δύση, μουσουλμάνων. Ιππότης του Ισλαμικού Κράτους. Σαν αντάλλαγμα του πρόσφεραν δούλες του σεξ, από τη κοινότητα των Γεζίντι. Αλλόθρησκοι, το επιτρέπει ο Αλλάχ.
Σκύβει, προσεύχεται στο Θεό του και ακολούθως ξαπλώνει πάνω στο τρεμάμενο κορμί αυτού του παιδιού, αυτής που κάποτε θύμιζε κοπέλα. Ανήμπορης να αντιδράσει. Ανίκανης πλέον να κλάψει ή να φωνάξει από τον πανικό της. Τα μάτια της νέκρωσαν… Δεν θυμίζουν πια βλέμμα ανθρώπου… Παρά ενός κουρελιού πεταμένου από τον ανύπαρκτο για αυτήν Θεο της… Δεν αντέχει πια να παλέψει για να σταματήσει το βρώμικο και ιδρωμένο θεριό που βρίσκεται από πάνω της..
Μπαίνει μέσα της σκοτώνοντας και το τελευταίο κύτταρο αθωότητας μέσα της. Σβήνει την τελευταία σπίθα παιδικότητας, σκοτώνει την τελευταία στάλα ανθρώπινης ύπαρξης. Ανασαίνει βαριά χωρίς να εκφράζεται. Δεν ξέρει ποιος είναι ο Αλλάχ…δεν πήγε σχολείο για να μάθει. Δεν ξέρει τι είναι ο επαναστάτης και τι είναι ο τρομοκράτης. Τι είναι ο άνθρωπος και τι είναι το ζώο. Ο μαρτυρικός θάνατος της ψυχής της συνεχίζει ακάθεκτα… Μάνα και πατέρας της ήταν η ελπίδα…που θάφτηκαν εδώ και καιρό μέσα στο αίμα του παραβιασμένου κορμιού της.
Και συ…πες μου εσύ τι κάνεις … Πες μου τι κάνεις εσύ άνθρωπε του δυτικού κόσμου. Του κόσμου του πολιτισμού. Του Χριστιανικού σου μεγαλείου. Του ανώτερου μορφωτικού σου επιπέδου… Κλαίγεσαι γιατί εφέτος δεν κατάφερες να πας στο εξωτικό σου νησί. Διαμαρτύρεσαι γιατί δεν σου έφτιαξαν παραλία ειδική για το σκύλο σου. Λυπάσαι γιατί σε λίγο θα τελειώσουν οι διακοπές και θα επιστρέψεις στη δουλειά. Θλίβεσαι γιατί έχει κίνηση ο δρόμος για τη παραλία. Εκνευρίζεσαι γιατί δεν βρήκες κρεβατάκι. Οδύρεσαι, γιατί δεν κατάφερες να αγοράσεις την ακριβή τσάντα που ήθελες γιατί δεν σε έφταναν τα λεφτά. Κι όταν σου πουν για δράματα σκέφτεσαι για μια στιγμή και μετά συνεχίζεις να ξεφυλλίζεις το κουτσομπολίστικο σου περιοδικό. Προτιμάς να μάθεις που πήγε ο Ρέμος διακοπές, που θα τραγουδήσει ο Χατζηγιάννης, τι φόρεσε στη παραλία η Ασλανίδου. Πόσες πήδηξε ο Σπαλιάρας.
Γιατί εσύ νέκρωσες περισσότερο από εκείνο το 12χρονο κοριτσάκι…Γιατί από άνθρωπος μετατράπηκες αρπακτικό. Γεμάτο αναισθησία, αδιαφορία και απάθεια για το τι συμβαίνει γύρω σου. Γιατί εσύ μπορούσες να κινήσεις βουνά. Να γράψεις άρθρα, να πάρεις τηλέφωνα, να φωνάξεις, να διαμαρτυρηθείς, να ευαισθητοποιήσεις. Και αν μαζί σου το έκαναν κι άλλοι, θα γινόσασταν στρατός. Και θα ξυπνούσατε από τον λήθαργο όλους μας. Και ξυπνώντας εμάς θα ξυπνούσαμε μαζί και όλους αυτούς που θα έπρεπε και μπορούσαν να κάνουν κάτι για να σώσουν εκείνο το 12χρονο κοριτσάκι. Θα κατεβάζαμε μαζί τα αστέρια της ελπίδας από τον ουρανό, που βλέπει από το σκισμένο της αντίσκηνο και θα της τα προσφέραμε. Θα της προσφέραμε αυτό το οποίο η μοίρα της στέρησε…την παιδικότητά της…την ζωή της…την λύτρωση από εκείνο το κτήνος που τη βιάζει ακατάπαυστα.
Όμως εσύ…στο περιοδικό σου… και στο παράλληλο σύμπαν σου να ζεις και να απολαμβάνεις την ελευθερία σου… Καλό δεκαπενταύγουστο…Καλά μπάνια… καλούς έρωτες… Ξέρω…δεν γουστάρεις τέτοια μέρα να στη χαλάω με τέτοιες ιστορίες… Ξέρω πως σήμερα θα φας καλά, θα πιεις καλά, θα χορέψεις… Δεν θέλεις ένα σαν και εμένα να σου τη σπάω με πόνο…
Για αυτό σήμερα απο όλες τις μέρες… Ντρέπομαι που είμαι άνθρωπος…
Διογένης