Πριν κοντά 200 χρόνια, γινόταν η έξοδος του Μεσολογγίου. Η έξοδος της πείνας, η έξοδος της απόγνωσης, η έξοδος του “όσοι προλάβουμε, ίσως ζήσουμε”. Σήμερα, για άλλη μια φορά, βιώνουμε μπροστά στα μάτια μας, μετά την έξοδο απο το Λίβανο, την Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Αβγανιστάν, τη Λιβύη, την έξοδο απο τη Συρία.
Οι γνωστοί ύποπτοι, αποσταθεροποιούν περιοχές, πωλούν όπλα, εξασφαλίζουν συμφέροντα, στοιβάζουν δισεκατομμύρια σε Ελβετικές τράπεζες. Και όλοι εμείς οι “πολιτισμένοι”, αποχαυνωμένοι, σαν κατσαρίδες, μετά το ψέκασμα του εντομοκτόνου περπατάμε τρεκλίζοντας και με ύφος χιλίων καρδιναλίων, φωνασκούμε γοερά, “ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή” ενώ στην πραγματικότητα έχουμε παραδοθεί στην αποχαύνωση και στην ηλιθιλοτητα του τυφλού “οπαδισμού”!
Όνειρα πεταμένα στη γωνιά μιας σαραβαλιασμένης βάρκας, ελπίδες τσουβαλιασμένες σε μια μαύρη σακούλα, ανακατεμένες με κάποια παλιόρουχα, βρεγμένα απ’τη θάλασσα και ψυχές κουρελιασμένες.
Στην ποδιά της μάνας, γερμένα τρία μικρά κεφαλάκια, παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν, που δεν ξέρεις αν προσπαθούν να κοιμηθούν, να αποφύγουν τα κύματα ή απλά δεν θέλουν να βλέπουν την καταστροφή, που προκαλέσαμε όλοι εμείς, τα “πολιτισμένα” και “σύγχρονα” κράτη, στη μικρή τους χώρα.
Και όταν τελικά καταφέρουν να βγούν σε κάποια στεριά, σε κάποιο Ελληνικό νησί, ένα μικρό αντίσκηνο, φαντάζει παλάτι στα μάτια τους, ένα κομμάτι ψωμί και μια βρύση να πλυθούν, πολλές φορές, φαντάζει πολυτέλεια.
Βλέμματα άδεια, που αποζητούν μια αχτίδα ελπίδας. Ο κίνδυνος για την ζωή πέρασε. Τα όνειρα, η απόγνωση και τα κουρέλια φύγαν απο τη βάρκα. Άλλαξαν τόπο. Κείτονται πεταμένα μαζί με το μαυροσάκουλο στην άκρη του πεζοδρομίου, δίπλα στο λιμάνι. Τα βλέμματα αλλάζουν. Γεμίζουν προσμονή και αναζητούν ένα χαμόγελο, μια κουβέντα παρηγοριάς και βοήθεια απο όπου και αν προέρχεται, φτάνει να βγάλουν και αυτή τη μέρα.
Όλα αυτά που αντίκρυσα στο λιμάνι της Κω, έμοιαζαν να είναι τόσο γμώριμα και τόσο κοντινά σε μένα, αφού είδα τις χιλιάδες των συμπατριωτών μου να ψάχνουν ένα κομμάτι ψωμί και ένα δέντρο να κοιμήσουν απο κάτω τα παιδιά τπυς στο δασάκι της Άχνας, εκείνο τον Αύγουστο του 1974 αλλά και τόσο μακρινά, αφού κατέβηκα απο το πλοίο της κρουαζιέρας,ψάχνοντας να αγοράσω κάποιο σουβενίρ.
Σκύβοντας πάνω απο τη μάνα, που κρατούσε στην αγκαλιά τα παιδιά της σαν πολύτιμο φυλακτό, κατάφερα να ψιθυρίσω. “Εύχομαι να τα καταφέρετε” και συνέχισα το ταξίδι, έχοντας μπροστά μου το χαμόγελό ευγνωμοσύνης, αφού μόλις εισέπραξε μια ειλικρινή κουβέντα συμπαράστασης. Τόσο πολύτιμη ήταν για αυτή.
You must be logged in to post a comment.