Ένα όμορφο δειλινό, η ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα κατέκλυζε το σύμπαν, η ευωδία των ανθισμένων λουλουδιών συντρόφευε τους Θεούς, καθώς αυτοί απολάμβαναν το γλυκό τους νέκταρ. Μαζεμένοι, χάζευαν την επίγεια καθημερινή πλήξη και χλεύαζαν την ανθρώπινη, αλόγιστη λογική. Κουρασμένοι από το θέαμα, αποφάσισαν να στείλουν στη γη τον νεαρό, παιχνιδιάρη Θεό για να ταράξει την μονοτονία μας..
Ντυμένος με λευκά σατέν υφάσματα, δύο κατακόκκινα ζουμερά χείλη και ένα ζευγάρι σπινθηροβόλα, παιχνιδιάρικα μάτια, που φαντάζουν τόσο αθώα μπροστά μας, ο επουράνιος απεσταλμένος, παραμονεύει για τα θύματά του. Σαν ξάγρυπνος φρουρός, ψάχνει ολιμερής και ολονυχτής για τα δύο ιδανικά θύματά του. Δύο ανυποψίαστους, απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους, μα συνάμα τόσο ξεχωριστούς, αφού επιλέχθηκαν! Επιλέχθηκαν για να ζήσουν ένα συναίσθημα θεϊκό, για να γράψουν και να αφήσουν τη δική τους ιστορία.
Ο μικρός φτερωτός Θεός, ετοιμάζει εβλαβικά το βέλος του και χτυπά κεραυνοβόλα. Ξάφνου, τέσσερα σκουριασμέμα μάτια λαμπιρίζουν, δύο μουντοί ενήλικες, μετατρέπονται σε μικρά παιδιά και η ζωή τους μοιάζει με μια κόκκινη τραμπάλα. Μια τραμπάλα, που άλλοτε τους ανεβάζει στ’ άστρα και άλλοτε τους κατεβάζει ξανά στη γη.. Ενώ χορέυουν ξέγνιαστα στα ουράνια, βρίσκονται ξαφνικά στη γη και γεύονται πάλι τον πόνο, παλεύουν να ξεφύγουν απ’τα προβλήματα, την πλήξη και τη ρουτίνα.
Μα μια και μόνο ελπίδα τους ταλανίζει.. Να βρεθούν ξανά, στο πάνω μέρος της τραμπάλας, να νιώσουν και πάλι τη χαρά, την ευτυχία, το πάθος, την ηδονή, την αθωότητα και την ανεμελιά! Συλλογίζονται, τι νόημα θα είχε η χαρά, αν δεν υπήρχε η λύπη, για να τους την υπενθυμίζει.. Έτσι παλεύουν, διεκδικούν, ανατρέπουν, επιμένουν και υπομένουν, ώσπου και βρέθονται ξανά στην κορυφή. Στον δικό τους ειδυλιακό κόσμο.
Κρυμένος ο φτερωτός Θεός, συμπορεύεται στο ταξίδι. Δίνει τη δική του μάχη, προσπαθώντας να καθαρίσει το τοπίο, από τους κακούς μουσαφίριδες και τις ύπουλες Περσεφόνες. Όταν πια έχει πεπισθεί, ότι η αποστολή του έχει επιτευχθεί, αποχωρεί με προορισμό τον γενέθλιο τόπο του, για να ξεκουραστεί.
Κάποια παράξενα όμορφα, ανοιξιάτικα δειλινά, επιστρέφει στη γη για να επισκεφθεί τα θύματά του. Αμίλητος, σε μια ανθισμένη γωνία, θαυμάζει το δημιούργημά του, γεμάτος περηφάνεια. Περήφανος γιατί, κατάφερε να δημιουργήσει αγάπη, μπόρεσε να γράψει ποίηση, πάνω σε ένα τσαλακωμένο απόκωμα, γιατί κατόρθωσε να ζωγραφίσει, σ’ έναν χιλιοχρησιμοποιημένο καμβά.. Μα κυρίως γιατί, έκανε τα παιδιά του, τα παιδιά του Έρωτα, να παραλυρήσουν για ένα και μόνο τανγκό!
Γράφει η Έλενα Σάββα.
elenasavvaa@hotmail.gr