Από τα πρώτα χρόνια που θυμάμαι…με ξύπνησες με σειρήνες του πολέμου. Φοβήθηκα στον ύπνο μου και έτρεξα στη μάνα μου. Με αγκάλιασε… «Οι Τούρκοι γιε μου, τέτοια μέρα ήρθαν και μας πήραν τα σπίτια μας». Τότε δεν ήξερα τι είναι Τούρκος τι είναι Έλληνας… συνέδεσα τον φόβο μου με τη λέξη Τούρκος.
Πήγα στο νηπιαγωγείο… εκεί που έπαιζα με τα άλλα τα μωρά με έμαθες για τον Αθανάσιο Διάκο… δεν ήξερα τι σημαίνει «σουβλίζω». Συνέδεσα το άγριο με τη λέξη Τούρκος. Πήγα σχολείο και μου δίδαξες τι σημαίνει πόλεμος. Δεν ήξερα τι σημαίνει πόλεμος. Μου έμαθες… και συνέδεσα τη λέξη πόλεμος με τη λέξη Τούρκος.
Δώδεκα χρόνια στο σχολείο κάθε χρόνο με έκανες ξεφτέρι. Μου εμπέδωσες λέξεις όπως το «Δεν Ξεχνώ», μου έμαθες για τα σύνορά μας ότι είναι στη Κερύνεια. Μου έμαθες λέξεις όπως θάνατος, βομβαρδισμοί, λεηλασίες… ένα σωρό φοβερές και επικίνδυνες λέξεις, που η ψυχή ενός μωρού δεν τις βάσταζε… δεν τις άντεχε. Με έπνιξες στο δηλητήριο με το οποίο με πότιζες καθημερινά και ασυναίσθητα καλλιέργησες μέσα μου.
Πήγα στο γυμνάσιο… με έμαθες νέες εκφράσεις όπως «Τουρκοανταρσία», «κοινοτικές αναταραχές». Μου εξήγησες ότι δεν φταίγαμε εμείς. Δεν μου είπες ότι και εμείς σκοτώσαμε. Δεν μου έμαθες ότι στο συνεταιρισμό που κάναμε γυρίσαμε τη πλάτη και τροποποιήσαμε το Σύνταγμα. Απλά μου δίδαξες ότι είχαμε δίκαιο και ότι αυτός ο κακός Τούρκος ήταν ο δαίμονάς μας. Και το δέχτηκα… Ήταν ήδη πρόσφορο το έδαφος… το δηλητήριο της ψυχής που με πότισες για αρκετά χρόνια πότιζε το μίσος και το θέριευε.
Στις γιορτές μου έμαθες και τραγουδούσα για τον Πενταδάκτυλο, για τους εμπόρους που λογάριασαν λάθος ενώ πάντα τα τραγούδια έκλειναν με το «απ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά».
Πήγα στο στρατό… μου έδωσες ένα G3 και τρέχοντας στους αγρούς φώναζα για τα Τούρκικα χωριά που θα έκαιγα και τις Τουρκάλλες που θα βίαζα σαν αντίποινα των όσων μας έκαμαν. Που έσπρωχνες το χέρι μου να γράψω στους τοίχους ότι «Καλός Τούρκος ο Νεκρός Τούρκος». Με εκείνο το όπλο στο χέρι με έκαμες να νιώθω δυνατός ότι μπορώ να νικήσω τον εχθρό. Ότι μπορώ να πάρω το ντουφέκι μου και να ελευθερώσω τις γειτονιές που μου πήρε ο Τούρκος. Ότι πάνω στο τανκ που θα έβγαινα θα με έπαιρνε στη Κερύνεια και θα τους έριχνα στη θάλασσα.
Πήγα για σπουδές… στα κανάλια σου μου έλεγες καθημερινά το ίδιο τροπάρι. Για τον επικίνδυνο Τούρκο, για τον Τούρκο που δεν έχει εμπιστοσύνη, για τον αδιάλλακτο Τούρκο. Μου έκανες πλύση εγκεφάλου χωρίς να το γνωρίζω μιας και το δηλητήριο το οποίο με πότισες έγινε μια άγρια φουρτούνα που τσάκιζε τους βράχους της λογικής και της συνείδησης. Έπνιγε τις αμμουδιές της ηρεμίας και της ειρήνης.
Πριν μερικές μέρες είδα ένα δολοφόνο που μπήκε σ’ ένα κλαμπ στη Τουρκία και σκότωσε… Λυπήθηκα, μα μέσα μου δεν έκλαψα γιατί σκότωσε Τούρκους… Ντράπηκα με τον εαυτό μου που το ένιωσα αυτό…
Και τώρα… τόσα χρόνια μετά… μου μιλάς για αδελφοσύνη. Με καλείς σήμερα να ζήσω ειρηνικά. Μου ζητάς να καταλαγιάσω τη φουρτούνα του μίσους και να πιαστώ χέρι με χέρι με τους ανθρώπους που σήμερα μου λες ότι είναι αδέλφια μου. Μου ζητάς να ξεχάσω το δεν ξεχνώ που μου ρίζωσες μέσα μου.
Μου ζητάς να βάλω στη κάλπη του δημοψηφίσματος που μαγειρεύεις, το μεγάλο «ΝΑΙ» και να ζήσω μονοιασμένα με αυτούς που τόσα χρόνια με έμαθες να τους λέω εχθρούς. Δεν μου εξήγησες το λόγο. Όχι… απλά μου ζητάς να κλείσω τα μάτια και να ξεχάσω όλα όσα μου έμαθες για μια ζωή και να πω το μεγάλο ναι. Μας πώς να πω το ναι όταν με έμαθες να κάνω παρέλαση από τον καιρό που ήμουν μαθητούδι και να φωνάζω «ΟΧΙ»; Μα πως περιμένεις να πω το “ΝΑΙ” όταν μου έμαθες ότι αυτός είναι ο χειρότερος εχθρός μου;
Στην αντίπερα όχθη μια Τουρκάλλα… Το βλέμμα της σε διαπερνά… Σε κάνει να ερωτεύεσαι… Στην αγκαλιά της ξυπνούν όμορφα αισθήματα που σε κρατούν ξύπνιο τα βράδια και σε ταξιδεύουν… «όχι δεν πρέπει…» φωνάζεις στον εαυτό σου…
Αναπνέουμε το ίδιο οξυγόνο… ερωτευόμαστε κάτω από τον ίδιο ήλιο… νοιαζόμαστε όλοι μας για το μέλλον των παιδιών μας… και είμαστε όλοι θνητοί… περαστικοί στο διάβα της ιστορίας… δεν ξέρω… το χέρι τρέμει… ο πανικός… δεν ξέρω πια τι είναι λάθος και τι είναι σωστό… ένα είναι το σίγουρο… ότι εσάς που σας βλέπω σήμερα κήρυκες του Ναι και κήρυκες του Όχι δεν σας έχω εμπιστοσύνη… γιατί παίξατε και οι δύο με τη ψυχή μου για δεκαετίες. Ασελγήσατε στην ψυχή ενός μικρού μωρού και την ακρωτηριάσατε… δεν σας έχω εμπιστοσύνη… Το χέρι τρέμει… τα κουτάκια δίπλα δίπλα… στο ένα γράφει «ναι» και στο άλλο γράφει «όχι»… ποιο κουτί να εμπιστευθώ;
Διογένης