Φόρεσε τα γιορτινά του, ήπιε το καφεδάκι του και σηκώθηκε να πάει να ανοίξει το κατάστημα όπως έμαθε να κάνει σε ολόκληρή του τη ζωή. Πέρασε πολλά στη ζωή του. Φτώχια, προσφυγιά, αγώνες… μα τελικά κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Άνοιξε ένα μαγαζάκι στη Λεμεσό και πωλούσε αντρικά κουστούμια.
Είχε μάθει τη τέχνη στην Αμμόχωστο. Ήξερε να διαλέγει καλά υφάσματα. Το χέρι του σαν τα άγγιζε, ήταν λες και χάιδευε ερωτικά, ο ερωτευμένος τη καλή του. Οι ραφές χόρευαν στα δάκτυλά του, ενώ ευλαβικά τα δίπλωνε για να τα βάλει στα κρεμαστάρια. Από το μάτι μπορούσε να λογαριάσει με ακρίβεια το μέγεθος του κουστουμιού.
Μετά την εισβολή, άνοιξε κατάστημα στη Λεμεσό και ξεκίνησε τον αγώνα… πόντο – πόντο, μέτρο – μέτρο, κουστούμι- κουστούμι. Και τα κατάφερε. Μπόρεσε να μεγαλώσει σιγά σιγά την οικογένειά του… Προτιμούσε να πουλάει υφάσματα παρά έτοιμα κουστούμια. Πίστευε ότι η υπόθεση κουστούμι, ήθελε την προσοχή και την αγάπη που άρμοζε σε αυτόν που θα το φορούσε. «Το έτοιμο δεν είναι το ίδιο» πάντα έλεγε. Βοήθησε πολλούς ραφτάδες να βγάλουν μεροκάματο. Αγόραζε αυτός τα υφάσματα, μετρούσε το πελάτη και τα έστελνε σε διάφορους ράφτες να τα ράψουν. Το διπλανό μαγαζί πωλούσε παπούτσια. Ένδοξες μέρες οι παλιές. Η γειτονιά σε έκανε γαμπρό στο πι και φι. Και με κουστούμια που άντεχαν στο χρόνο.
Τώρα όμως νιώθει μιαν άλλη εισβολή. Νιώθει ένα νέο Αττίλα να κτυπά το σπίτι του. Μα τα πυρά αυτή τη φορά δεν είναι εχθρικά, αλλά φίλια. Κάθεται στο κατάστημά του σκυθρωπός. Έχει βδομάδες να μπει μέσα πελάτης. Μόνο κάποιος περαστικός που μπήκε και ρωτούσε οδηγίες για να πάει στο Mall. «Τι σου προσφέρουν αυτά τα Mall βρε παιδί μου; Έλα εδώ να σε μετρήσω να ράψεις κουστούμι ποιότητας» εισηγήθηκε στο νεαρό. «Καλή η ιδέα σου παππού αλλά το θέλω επείγον». Έσκυψε ο γέρος… «Τι σου είναι αυτά τα Malls βρε παιδί μου τη σήμερον ημέρα» σκέφτηκε και έμεινε να βλέπει την βουβαμάρα των υφασμάτων.
Όταν άνοιγαν έπεφταν πυροτεχνήματα στον αέρα. Πήγαν και Δήμαρχοι και Υπουργοί και βουλευτάδες στα εγκαίνια. Φώτα, φωταγωγήσεις, φωτογραφικές, φωτορυθμικά… που να ξερε ότι αυτό θα ήταν η καταστροφή του;
Τους τα έφτιαξαν όλα υπέροχα. Μπόλικο πάρκιγκ, αλλά που να ήξεραν τι αρνάκια είναι ο λαός. Πάλι δεν τους φτάνει ο χώρος και στοιβάζονται πάνω στα πεζοδρόμια τα αυτοκίνητα. Μπαίνεις μέσα και σου κόβουν την ανάσα οι υπέροχες γυαλιστερές καλοκαθαρισμένες βιτρίνες με φωτάκια και μουσικές να σε καλούν σαν σειρήνες. Μπόλικα καταστήματα, φαγητά, καφετερίες, σινεμά, παιχνιδούπολη για τα μικρά παιδάκια… ένας υπέροχος τόπος για να ξοδέψεις την ημέρα σου και τη τσέπη σου. Δεν πρέπει να λείπει κάτι. Σου προσφέρει τα πάντα.
Μα ο μαγαζάτορας εκεί δεν αγγίζει στις πλάτες σου και σου μετράει το μέγεθος. Υπαλληλάκος είναι των €800 και η μόνη τέχνη που ξέρει είναι να κτυπάει πάνω στην οθόνη του υπολογιστή αν υπάρχουν διαθέσιμα μεγέθη στα άλλα καταστήματα. Μέρος της αλυσίδας καταστημάτων είναι και αυτό. Μιας ξενικής μάρκας σαν και αυτές που κάθε χρόνο φυτρώνει και άλλη στη μόδα.
100 και βάλε υπαλλήλους έχει στο mall. Κάποιοι από αυτούς είναι υπαλληλάκοι με ειδικό καθεστός… πως τους λένε βρε παιδί μου; Αυτό το ξενικό… α ναι… «φράντσαιζ». Χέσε μας τώρα… Τι είναι αυτή η ξενική η λέξη; Πληρώνεις τα κέρατά σου για να βάλεις το όνομα αυτής της ξενικής μάρκας στη βιτρίνα σου και άμα σου μείνουν χρήματα από τις κοινωνικές ασφαλίσεις, ΦΠΑ, φόρους, ρεύμα, ενοίκιο στο Mall, μπορείς να αγοράσεις και κανένα αγγουράκι να φας σπίτι. €50.10 η φανελίτσα, θέλουν και τα €0,10. Έτσι για να σου χαλάσει και το χαρτονόμισμα των €20 για να σου δώσει ρέστα €19.90.
Ο γέρος σκυθρωπός… κοιτάζει ακόμα τα υφάσματά του… Ποιος να βγει πια στο ψοφόκρυο όπως έκανε παλιά και χέρι χέρι με τα παιδιά του να γυρίσει τα καταστήματα; Αφού στο Mall «βράζει»…
Θυμήθηκε ο γέρος που στόλιζαν όμορφα τα καταστήματά τους… έβαζαν και αυτοί φωτάκια Χριστουγεννιάτικα και στους καλούς πελάτες πάντα υπήρχαν εκπτώσεις, ανεξαρτήτου περιόδου. Πήγαινε καλά τις γιορτές. Από τα κέρδη του ψώνιζε και αυτός από το κατάστημα με τα παιδικά ρούχα, πήγαινε στο μπακάλικο της γειτονιάς, πήγαινε στη φρουταρία, πήγαινε στο κασάπη και εκείνοι με τη σειρά τους από εκτίμηση ψώνιζαν και κανένα κουστούμι… «πελάτης μας είναι» έλεγαν από μέσα τους. Τώρα και αυτοί στοιβάχτηκαν στις «υπεραγορές» και έγιναν και αυτοί υπαλληλάκοι.
Μέρα τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, σκοτώσαμε αυτά τα μικρομάγαζα που μας κρατούσαν και δημιουργούσαν οικονομία. Σκοτώσαμε τον κύκλο της οικονομίας και τον μετατρέψαμε σε δρόμο μονής κατεύθυνσης που οδηγεί στους μεγάλους και ισχυρούς. Στο απρόσωπο branding, στις πολλαπλασιασμένες ανάγκες και στο τσουβάλιασμα της κοινωνίας μας σε αυτά τα μεγάλα και υπέροχα Malls που σου πουλάνε τα πάντα. Σε αυτά που έχουν μετατρέψει τους εμπόρους, τους μαγαζάτορες σε υπαλληλάκους των €800 που αγοράζουν με εκπτωτικές κάρτες και κουπόνια. Σε κάνουνε και “member” τρομάρα σου. Με κάθε σώβρακο παίρνεις τόσους πόντους στην εκπτωτική σου κάρτα.
Τα μικρομάγαζα ένα ένα γίνονται και πιο βουβά. Ο ιδιοκτήτης εκεί πλέον δεν έχει πώς να μεγαλώσει τα παιδιά του. Αντί να μεγαλώσουν τα παιδιά του και να έχουν την επιχείρησή τους, θα γίνουν και αυτοί υπάλληλοι των €800 και θα δουλεύουν σε κάποιο Mall, σε καμιά υπεραγορά μεγάλη, ή καμία παρόμοια αγέλη του μέλλοντος.
Μας μετέτρεψαν σε αγέλες, γιατί έτσι μόνο θα μπορούσαν να μας απομυζήσουν και το τελευταίο ευρώ από τις τσέπες μας. Ο γέρος σκυθρωπός… κοιτάζει ακόμα τα υφάσματά του… αν σκοτώσουμε το μαγαζί αυτού του γέρου πεθάναμε όλοι μας.
Διογένης